κεράμιο(ν)

κεράμιο(ν)
το (ΑΜ κεράμιον)
βλ. κεράμιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Κεράμιο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 7 μ., 524 κάτ.) της Μυτιλήνης. Βρίσκεται κοντά στον μυχό του κόλπου της Καλλονής, 43 χλμ. ΒΔ της πόλης της Μυτιλήνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλλονής του νομού Λέσβου …   Dictionary of Greek

  • κεράμιος — α, ο(ν) (Α κεράμιος, ία, ον) [κέραμος] 1. κεράμειος*. 2. το ουδ. ως ουσ. το κεράμιο(ν) αγγείο από πηλό, πήλινο αγγείο, υδρία («οἴνου δὲ κεράμια χίλια», Ξεν.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το κεράμιο γένος ροδοφυκών τής οικογένειας ceramiaceae αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • Kalloni — Stadtgemeinde Kalloni (1994–2010) Δήμος Καλλονής (Καλλονή) …   Deutsch Wikipedia

  • αμβρόσιος — I (Saint Ambrose, Τρέβιρα 340 – Μιλάνο 397 μ.Χ.). Άγιος και διδάσκαλος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Γιος Ιταλών χριστιανών, σπούδασε στη Ρώμη νομικά, λατινική και ελληνική φιλολογία και διορίστηκε διοικητής της Λιγυρίας Εμιλίας με έδρα το Μιλάνο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”